του
Δημήτρη Καζάκη
Μπορεί να
κυβερνηθεί η χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα; Όποιος βιάζεται να
απαντήσει «ναι», τότε δεν ξέρει τα δεδομένα του προβλήματος. Η ύφεση της
ελληνικής οικονομίας έχει μεταβληθεί σε γενικευμένη κατάρρευση. Η οικονομία
στερεύει κυριολεκτικά από χρήμα. Δεν υπάρχει χρήμα για να κινηθεί η αγορά. Η
δημόσια διοίκηση και το κράτος καταρρέει και το δημόσιο ταμείο που έτσι ή
αλλιώς έχει περάσει σε ξένα χέρια (τρόικα) είναι μείον καθότι οι δανειστές
φροντίζουν να το αποστραγγίσουν ακόμη κι από τα τελευταία διαθέσιμά του. Η
κοινωνία επίσης καταρρέει λόγω πρωτοφανούς μαζικής ανεργίας και εξαθλίωσης. Η
ίδια η ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας καταρρέει, μιας και ακόμη και τμήματα
της αστικής τάξης – ιδίως αυτά που συνδέονται με την εσωτερική αγορά κινδυνεύουν
να αφανιστούν. Η μεταφορά επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εκτός συνόρων έχει
ενταθεί σε τέτοιο βαθμό, που η ελληνική οικονομία κινδυνεύει πια με ερήμωση.
Μπορεί να σταματήσει αυτή η κατάρρευση από μια κυβέρνηση; Όχι, δεν μπορεί, όσο
ακολουθεί την πεπατημένη. Όποια κι αν είναι αυτή η κυβέρνηση.
Το αδιέξοδο αυτό το αντιλαμβάνονται και οι περίφημες αγορές. Σύμφωνα με την Γνώμη του ... Bloomberg, (14/6/2012), που λειτουργεί ως κατεξοχήν φωνή των αγορών, «οι βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, μια επανάληψη από την αμφίρροπη ψηφοφορία του περασμένου μήνα, έχει μετατραπεί σε αγώνα δύο αλόγων ανάμεσα στη συντηρητική Νέα Δημοκρατία και τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Η Νέα Δημοκρατία λέει στους Έλληνες ότι μπορούν να ψηφίσουν είτε για τους συντηρητικούς, ώστε να μείνουν στο ευρώ και να συνεχίσουν το πρόγραμμα λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ή να ψηφίσουν για το ΣΥΡΙΖΑ, που σημαίνει πτώχευση, έξοδος από το ευρώ και να ακόμη μεγαλύτερη συμφορά. Αυτό είναι πιθανώς αλήθεια. Ωστόσο, η Νέα Δημοκρατία οδήγησε την Ελλάδα στο χάος που βρίσκεται, μέσα από ένα όργιο σπατάλης και κρατικά νομιμοποιημένη διαφθορά. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το κόμμα αυτό θα οδηγήσει την Ελλάδα μέσα από τις αλλαγές που χρειάζονται για να αρχίσει πάλι να αναπτύσσεται, αν μείνει μόνο. Ο φλογερός νεαρός ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, λέει ότι η Ελλάδα μπορεί να ξεφορτωθεί το πρόγραμμα λιτότητας που επισυνάπτεται στην διάσωση της, και ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει τον δανεισμό των χρημάτων υπέρ ενός πακέτου ανάπτυξης. Όπως έχουμε ξαναπεί, αυτό είναι μια φαντασίωση με δυνητικά κακές συνέπειες για τους Έλληνες, Ιταλούς, Ισπανούς και την παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της. Η καλύτερη ελπίδα είναι ότι ο Τσίπρας δεν τα πιστεύει αυτά ο ίδιος και θα αποδειχθεί πραγματιστής όταν ανέβει στην εξουσία. Το αποτέλεσμα είναι ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να οδηγηθεί είτε από ριζοσπάστες που δεν έχουν καμία εμπειρία στην κυβέρνηση, ή από ένα κόμμα που έχει αποδειχθεί ανίκανο να μεταρρυθμίσει το δυσλειτουργικό κράτος στην Ελλάδα. Όποια πλευρά κι αν κερδίσει – η Νέα Δημοκρατία θα είναι η λιγότερο καταστροφική, καθώς έχει δεσμευθεί, τουλάχιστον από θέση αρχής στους όρους διάσωσης - η λεγόμενη τρόικα που εκπροσωπεί τους πιστωτές της Ελλάδας θα πρέπει να οδηγήσει τα πράγματα εμπρός με την λιγότερη αναστάτωση».
Το αδιέξοδο αυτό το αντιλαμβάνονται και οι περίφημες αγορές. Σύμφωνα με την Γνώμη του ... Bloomberg, (14/6/2012), που λειτουργεί ως κατεξοχήν φωνή των αγορών, «οι βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, μια επανάληψη από την αμφίρροπη ψηφοφορία του περασμένου μήνα, έχει μετατραπεί σε αγώνα δύο αλόγων ανάμεσα στη συντηρητική Νέα Δημοκρατία και τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Η Νέα Δημοκρατία λέει στους Έλληνες ότι μπορούν να ψηφίσουν είτε για τους συντηρητικούς, ώστε να μείνουν στο ευρώ και να συνεχίσουν το πρόγραμμα λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ή να ψηφίσουν για το ΣΥΡΙΖΑ, που σημαίνει πτώχευση, έξοδος από το ευρώ και να ακόμη μεγαλύτερη συμφορά. Αυτό είναι πιθανώς αλήθεια. Ωστόσο, η Νέα Δημοκρατία οδήγησε την Ελλάδα στο χάος που βρίσκεται, μέσα από ένα όργιο σπατάλης και κρατικά νομιμοποιημένη διαφθορά. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το κόμμα αυτό θα οδηγήσει την Ελλάδα μέσα από τις αλλαγές που χρειάζονται για να αρχίσει πάλι να αναπτύσσεται, αν μείνει μόνο. Ο φλογερός νεαρός ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, λέει ότι η Ελλάδα μπορεί να ξεφορτωθεί το πρόγραμμα λιτότητας που επισυνάπτεται στην διάσωση της, και ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει τον δανεισμό των χρημάτων υπέρ ενός πακέτου ανάπτυξης. Όπως έχουμε ξαναπεί, αυτό είναι μια φαντασίωση με δυνητικά κακές συνέπειες για τους Έλληνες, Ιταλούς, Ισπανούς και την παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της. Η καλύτερη ελπίδα είναι ότι ο Τσίπρας δεν τα πιστεύει αυτά ο ίδιος και θα αποδειχθεί πραγματιστής όταν ανέβει στην εξουσία. Το αποτέλεσμα είναι ότι η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να οδηγηθεί είτε από ριζοσπάστες που δεν έχουν καμία εμπειρία στην κυβέρνηση, ή από ένα κόμμα που έχει αποδειχθεί ανίκανο να μεταρρυθμίσει το δυσλειτουργικό κράτος στην Ελλάδα. Όποια πλευρά κι αν κερδίσει – η Νέα Δημοκρατία θα είναι η λιγότερο καταστροφική, καθώς έχει δεσμευθεί, τουλάχιστον από θέση αρχής στους όρους διάσωσης - η λεγόμενη τρόικα που εκπροσωπεί τους πιστωτές της Ελλάδας θα πρέπει να οδηγήσει τα πράγματα εμπρός με την λιγότερη αναστάτωση».
Ο
προβληματισμός των αρπακτικών της αγοράς είναι βάσιμος. Δεν είναι μόνο η
κατάσταση τραγική για την Ελλάδα, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο πολύ πιο σοβαρό.
Δεν υπάρχει τίποτε που να μπορέσει να συγκρατήσει τον κόσμο, ακόμη κι αν από
τις εκλογές προκύψει κυβέρνηση ΝΔ και συμμάχων. Το κυρίαρχο σύστημα οικονομίας
και πολιτικής βρίσκεται σε μια πρωτοφανή κρίση κοινωνικής νομιμοποίησης. Η
ιστορία έχει αποδείξει ότι κανένα σύστημα δεν μπορεί να σταθεί αν δεν προσφέρει
τίποτε στο μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας. Ένας επιφανής Γερμανός
συνταγματολόγος του 20ου αιώνα, ο Γκέοργκ Τζέλινεκ υπογράμμιζε: «Όπως κι αν
έχουν προκύψει οι πολιτείες, προκειμένου να εξακολουθήσουν να υπάρχουν πρέπει
να είναι σε θέση να δικαιολογηθούν στην συνείδηση κάθε ξεχωριστής γενιάς.»[1]
Στην
Ελλάδα η σημερινή πολιτεία όχι μόνο έχει πάψει να δικαιολογείται στη συνείδηση
του λαού, αλλά δεν μπορεί να του προσφέρει ούτε το ελάχιστο. Αυτός είναι ο
λόγος που η κυρίαρχη τάξη επένδυσε σε μια πρωτοφανή εκστρατεία εκφοβισμού του
εκλογικού σώματος με όλα τα χαρακτηριστικά ενός ανοιχτού ψυχολογικού πολέμου.
Όμως καμιά κοινωνία δεν μπορεί να συγκρατηθεί, αν δεν βλέπει κανένα όφελος από
την υπάρχουσα κατάσταση. Γι’ αυτό και η συνέχιση της ίδιας πορείας θα αναγκάσει
μάλλον γρήγορα την όποια κυβέρνηση προέλθει από το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης
Ιουνίου, να προχωρήσει σε μέτρα μαζικής καταστολής και καταπίεσης. Άλλος τρόπος
παραμονής στο ευρώ υπό τις σημερινές συνθήκες δεν υπάρχει. Αυτός είναι επίσης ο
λόγος της μετάλλαξης της ΝΔ από ένα κόμμα παραδοσιακά κεντροδεξιό, σε κόμμα
ανοιχτά ακροδεξιό ικανό για τα χειρότερα. Πολιτικό της πρόγραμμα είναι ο
ανοιχτός έμφυλιος μέσα στην κοινωνία, που με την βοήθεια των ταγμάτων εφόδου
της Χρυσής Αυγής, που απολαμβάνει σε σκανδαλιστικό βαθμό την προστασία του
κράτους και της δικαιοσύνης, δεν θα είναι σαν αυτόν που γνωρίσαμε, αλλά ένας
κοινωνικός εμφύλιος όπου όλοι θα είναι εναντίον όλων. Μόνο έτσι μπορεί να
ολοκληρωθεί το πρόγραμμα προσαρμογής που υποστηρίζουν οι αγορές.
Επομένως,
η ανάδειξη μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ταυτίζεται, ή να θεωρείται το
ίδιο με τις κυβερνήσεις του δικομματισμού. Πρόκειται για μια διακυβέρνηση που
επιβλήθηκε από την αδυναμία του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος να παράγει λύση
ανοιχτά προς όφελος των δανειστών της χώρας και της ντόπιας ολιγαρχίας.
Ταυτόχρονα, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ συμπυκνώνει την ελπίδα ενός μεγάλου κομματιού
του λαού. Κι αυτό μόνο αναχωρητές της πολιτικής μπορούν να παραβλέπουν. Το
τι θα γίνει δεν εξαρτάται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από την κατάσταση και
την δυναμική του ίδιου του λαού. Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου
ακόμη κι αν το ήθελε η άρχουσα τάξη δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το καρότο για
να αποκοιμίσει, ή να καθησυχάσει μεγάλα στρώματα του λαού. Δεν υπάρχουν τέτοια
περιθώρια.
Από την
άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να δημιουργήσει είτε μια κυβέρνηση συνεργασίας με
δυνάμεις που είναι αδύνατον να συμβιώσει, όπως με Ανεξάρτητους Έλληνες, οι
οποίοι ήδη έχουν αρχίσει να παίζουν με τις εξελίξεις εντός της ΝΔ, και με
ΔΗΜΑΡ, η οποία έχει εξελιχθεί σε οπισθοφυλακή της τρόικας, είτε μια «κυβέρνηση
της αριστεράς», όπως την θέλει η ηγεσία του. Καμιά από τις δυο δεν θα μπορέσει
να σταθεί για πολύ. Από την πρώτη κιόλας ημέρα μιας τέτοιας διακυβέρνησης θα
τίθενται πιεστικά και αμείλικτα τα ζωτικά διλλήματα της περιόδου. Κάθε βήμα,
κάθε μέτρο υπέρ της πιο στοιχειώδους και προσωρινής ανακούφισης των εργαζομένων
και του λαού, θα φέρνει την κυβέρνηση αντιμέτωποι με τους δανειστές, την τρόικα
και την ΕΕ.
Κι όχι
μόνο αυτό. Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας δεν μπορεί
να αντιμετωπιστεί παρά με έκτακτα και ριζοσπαστικά μέτρα που δεν μπορούν να
περιμένουν. Η κατάσταση αυτή και οι πανταχόθεν πιέσεις θα δημιουργήσουν
τριγμούς και βαθιές ρωγμές μέσα στην κυβέρνηση, στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και
στην εκλογική του βάση από την πρώτη κιόλας στιγμή. Τα προβλήματα είναι τόσο
οξυμμένα και πιεστικά που δεν θα επιτρέψουν κανενός είδους ανοχή εκ μέρους της
κοινωνίας. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και ο κόσμος του σε κάθε βήμα τους θα καλούνται
άμεσα και πρακτικά να απαντήσουν: Τι θα κάνουν με το χρέος; Τι θα κάνουν με το
ευρώ; Τι θα κάνουν με την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία της χώρας; Τι
σημαίνει γι’ αυτούς δημοκρατία;
Είναι τα
ίδια ερωτήματα που στοιχειώνουν την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε ολόκληρη την
προεκλογική περίοδο. Όμως, όταν είσαι κυβέρνηση δεν μπορείς να απαντάς ούτε με
ήξεις, αφίξεις – όπως στην προεκλογική περίοδο – ούτε να κάνεις το κοροΐδο. Και
σ’ αυτά ακριβώς τα κομβικά ζητήματα είναι που θα κριθούν τα πάντα. Αν
γιγαντωθεί ένα παλλαϊκό κίνημα που θα επικεντρώσει όχι σε μούφες «ταξικές»
αναλύσεις εγχειριδίου για πνευματικά ασθενείς, ούτε σε καρικατούρες «αριστερών»
αιτημάτων, αλλά στην άρνηση του χρέους, την έξοδο από το ευρώ, την δημοκρατία
και την εθνική ανεξαρτησία, τότε θα υπάρξει διέξοδος υπέρ του λαού.
Αυτό που
προσφέρει αυτή η εκλογική αναμέτρηση είναι το γεγονός ότι θα εξαναγκάσει
άπαντες να διαλέξουν στρατόπεδο, η ίδια η κοινωνία και η πολιτική διχάζονται
και πολώνονται σε τέτοιο βαθμό που οι διαφορές του λαού και των εργαζομένων με
το κυρίαρχο σύστημα μπορούν να λυθούν μόνο με όρους εξέγερσης, με όρους
κοινωνικής επανάστασης. Άλλη διέξοδος μπροστά στην εργαζόμενη κοινωνία δεν
υπάρχει, παρά μόνο η ολοκληρωτική καταστροφή. Επομένως η διαχωριστική γραμμή
ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις δεν βρίσκεται στο ποιος συναινεί ή όχι στα
λόγια, αλλά ποιος προετοιμάζει, διευκολύνει και οργανώνει την επαναστατική πάλη
του λαού και της εργατικής τάξης σήμερα, εδώ και τώρα. Όχι διακηρύσσοντας την
έφοδο προς τον ουρανό, την διεκδίκηση της χίμαιρας, αλλά προτάσσοντας πολιτικά
αιτήματα άμεσα υλοποιήσιμα που μπορούν να συσπειρώσουν ένα σύγχρονο παλλαϊκό
κίνημα ανατροπής του καθεστώτος ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Και παλλαϊκό κίνημα,
για να θυμίσουμε τον Λένιν σ’ όλους εκείνους που αναλώνονται στο να τον
παπαγαλίζουν, «δεν πρέπει να εννοούμε καθόλου ένα κίνημα που (…) θα είναι
αλληλέγγυα μ’ αυτό ολόκληρη η αστική τάξη ή έστω και η φιλελεύθερη αστική τάξη.
Έτσι βλέπουν το ζήτημα μόνο οι οπορτουνιστές. Όχι. Παλλαϊκό είναι το κίνημα που
εκφράζει τις αντικειμενικές ανάγκες όλης της χώρας και κατευθύνει όλα τα σκληρά
χτυπήματά του ενάντια στις κεντρικές δυνάμεις του εχθρού, ο οποίος εμποδίζει
την ανάπτυξη της χώρας. Παλλαϊκό, είναι το κίνημα που το υποστηρίζει η
συμπάθεια της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού.»[2]
Και σ’
αυτό το παλλαϊκό κίνημα, το θέλει, δεν το θέλει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, συμβάλει
καθοριστικά η ήττα του πάλαι ποτέ δικομματισμού και των μνημονιακών πολιτικών.
Ότι παραμύθια κι αν έχει πλάσει για τον εαυτό της και τον κόσμο της η ηγεσία
του ΣΥΡΙΖΑ. Με την βασική προϋπόθεση ότι θα βρεθούν εκείνες οι δυνάμεις που από
την επομένη θα οργανώσουν την λαϊκή αντίσταση στην βάση αυτών των κεντρικών
αιτημάτων που καθορίζουν τον επαναστατικό χαρακτήρα της συγκυρίας. Και το ΕΠΑΜ
έχει ήδη πρωτοπορήσει σ’ αυτό. Ελπίζουμε κι άλλες δυνάμεις να αντιληφθούν την
ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία, να απαλλαγούν από την γοητεία του σεχταρισμού και
του ιδεολογικού δογματισμού και να συμβάλουν στην ίδια κατεύθυνση. Όπως και
έχει το ΕΠΑΜ είναι έτοιμο να τα βγάλει πέρα ακόμη και μόνο του. Αποτελεί μια
μοναδική ευκαιρία για τον λαό να διεκδικήσει και να πάρει την εξουσία, όχι στα
λόγια, αλλά στην πράξη.
Ο Μαρξ στα
1852 με αφορμή την επανάσταση στην Ισπανία έγραφε: «Αυτός είναι ο cercle
vicieux (φαύλος κύκλος) μέσα στον οποίο θνησιγενείς επαναστατικές κυβερνήσεις
είναι καταδικασμένες να κινούνται. Αναγνωρίζουν τα χρέη που έχουν συνάψει οι
αντεπαναστάτες προκάτοχοί τους ως εθνικές υποχρεώσεις. Προκειμένου να είναι σε
θέση να τα πληρώσουν πρέπει να συνεχίσουν τους παλιούς φόρους και να συνάπτουν
νέα χρέη. Προκειμένου να συνάψουν νέα δάνεια θα πρέπει να δώσουν εγγυήσεις για
την «έννομη τάξη», δηλαδή να πάρουν οι ίδιες αντεπαναστατικά μέτρα. Μ’ αυτόν
τον τρόπο η νέα λαϊκή κυβέρνηση μετατρέπεται αμέσως σε υπηρέτρια των μεγάλων
κεφαλαιοκρατών και σε καταπιεστή του λαού. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο η
Προσωρινή Κυβέρνηση της Γαλλίας το 1848 οδηγήθηκε στο διαβόητο μέτρο των 45
σεντίμ και στην κατάσχεση των κεφαλαίων από τις αποταμιευτικές τράπεζες
προκειμένου να πληρώσει τους τόκους στους κεφαλαιοκράτες.»[3] Το μέτρο των 45
σεντίμ ήταν μια από τις τέσσερις έκτακτες φορολογίες της επαναστατικής
δημοκρατικής Προσωρινής Κυβέρνησης του Παρισιού μετά την εξέγερση του 1848, που
επέβαλλε στους μεγάλους γαιοκτήμονες. Τα μέτρα αυτά μαζί με τον κεφαλικό φόρο στις
τράπεζες, γιορτάστηκαν από τους επαναστάτες δημοκράτες της εποχής με
αντικαπιταλιστικές και αντιφεουδαρχικές ιαχές, έστω κι αν τα έσοδα από αυτά
προορίζονταν για την πληρωμή των κρατικών τοκογλύφων. Μόνο που τα μέτρα αυτά
φορτώθηκαν με μεγάλη ευκολία από τους γαιοκτήμονες στους αγρότες και από τους
τραπεζίτες στους καταθέτες κι έτσι η Προσωρινή Κυβέρνηση έχασε την λαϊκή
υποστήριξη που είχε.
Όσο λοιπόν
η κυβέρνηση του αντιμνημόνιου σήμερα θα παλεύει με τον «φαύλο κύκλο» και θα
εμφανίζεται όλο και πιο θνησιγενής, τόσο θα πρέπει να εντείνεται ο αγώνας για
την οργάνωση του κόσμου στην γειτονιά και την δουλειά με σκοπό να αποκτήσει την
αναγκαία δυναμική που θα του επιτρέψει να διεκδικήσει και να κερδίσει την
εξουσία. Όπως και να έχει η κρίσιμη αναμέτρηση στην κοινωνία και την πολιτική
δεν θα αργήσει.
[1] Georg Jellinek, Allgemeine Staatslehre, Berlin,
1920, σ. 184.
[2] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 22, σ. 294-95.
[2] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 22, σ. 294-95.
[3] Καρλ
Μαρξ, «Η Αντίδραση στην Ισπανία», K. Marx & F. Engels, Collected Works,
vol. 13, σ. 450
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου